Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τα μεταβατικά ρήματα

  • 1 переходный

    переходный μεταβατικός· \переходный период η μεταβατική περίοδος· \переходныйые глаголы τα μεταβατικά ρήματα
    * * *

    перехо́дный пери́од — η μεταβατική περίοδος

    перехо́дные глаго́лы — τα μεταβατικά ρήματα

    Русско-греческий словарь > переходный

  • 2 переходный

    перехо́дн||ый
    прил μεταβατικός:
    \переходный период ἡ μεταβατική περίοδος· \переходныйые глаголы грам. τά μεταβατικά ρήματα.

    Русско-новогреческий словарь > переходный

  • 3 управлять

    -яю, -яешь μτχ. ενστ. управляющий, παθ. μτχ. ενστ. управлюемый, βρ: -ляем, -а, -о
    ρ.δ. (με οργν.).
    1. διευθύνω, οδηγώ•

    управлять автомобилем οδηγώ το αυτοκίνητο•

    управлять судном πηδαλιουχώ (τιμονιάρω) σκάφος.

    || χειρίζομαι•

    управлять кистью χειρίζομαι το πινέλο.

    || διευθύνω, κουμαντάρω• κανονίζω.
    2. διοικώ• κυβερνώ-διευθύνω•

    управлять государством κυβερώ το κράτος•

    управлять страной κυβερνώ τη χώρα•

    управлять заводом διευθύνω το εργοστάσιο.

    || διαχειρίζομαι•

    управлять хозяйством διαχειρίζομαι το νοικοκυριό ή την οικονομία.

    || εξουσιάζω•

    безумным человеком -ют страсти τον ανόητο άνθρωπο τον κυβερνούν τα πάθη.

    3. (γραμμ.) καθορίζω, απαιτώ• θέλω•

    переходные глаголы -ют винительными падежом τα μεταβατικά ρήματα θέλουν το αντικείμενο σε αιτιατική πτώση.

    1. διευθύνομαι, οδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. βλ. управиться.

    Большой русско-греческий словарь > управлять

  • 4 глагол

    α.
    1. παλ. λόγος, ομιλία.
    2. (γραμμ.) το ρήμα•

    переходные и непереходные -ы μεταβατικά και αμετάβατα ρήματα•

    возвратные -ы ρήματα παθητικής φωνής.

    Большой русско-греческий словарь > глагол

См. также в других словарях:

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • μεταβατικός — ή, ό (Α μεταβατικός, ή, όν) [μεταβαίνω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός (α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ ἑτέρου εἰς ἕτερον»,… …   Dictionary of Greek

  • μεταβατικός — ή, ό 1. αυτός που αλλάζει τόπο διαμονής, ο μη μόνιμος: Μεταβατικά πτηνά. 2. μτφ., πρόσκαιρος, προσωρινός, ασταθής: Περνάμε μια μεταβατική περίοδο. 3. (γραμμ.), «μεταβατικά ρήματα», τα ρήματα η ενέργεια των οποίων μεταβαίνει σε άλλο πρόσωπο, ζώο ή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …   Dictionary of Greek

  • αλλοπαθής — ές (Α ἀλλοπαθής) 1. αυτός που δεν πάσχει από δική του αιτία αλλά υφίσταται την επίδραση κάποιου άλλου 2. (Γραμμ.) α) «αλλοπαθείς αντωνυμίες», οι μη αυτοπαθείς αντωνυμίες, αυτές δηλ. που δέχονται ενέργεια από άλλο υποκείμενο (διδάσκεις ἐμέ,… …   Dictionary of Greek

  • σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»